παλεύτρια

παλεύτρια
παλεύτρια και παλευτρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά
2. μτφ. η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα -τρια (πρβλ. ιππεύτρια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλεύτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίας — παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem acc pl παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτριῶν — παλεύτρια fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίαις — παλεύτρια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύτριαι — παλεύτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίς — παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. παλεύτρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”