- παλεύτρια
- παλεύτρια και παλευτρίς, -ίδος, ἡ (Α)1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά2. μτφ. η πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα -τρια (πρβλ. ιππεύτρια)].
Dictionary of Greek. 2013.